- αλλαντοπώλης
- ο (Α ἀλλαντοπώλης)αυτός που πουλάει αλλαντικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + -πώλης < πωλῶ.ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ(νεοελλ. αλλαντοπωλείο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλαντοπώλης — sausage seller masc nom sg ἀ̱λλαντοπώλης , ἀλλαντοπωλέω deal in sausages imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλλαντοπωλέω deal in sausages imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαντοπώλης — ο θηλ. ισσα αυτός που πουλά αλλαντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀλλαντοπώλης — Ἀλλαντο πώλης seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπῶλα — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc voc sg ἀλλαντοπώλης sausage seller masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπωλῶν — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc gen pl ἀλλαντοπωλέω deal in sausages pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπῶλαι — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπώλην — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπώλου — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπώλῃ — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαντοπωλώ — ἀλλαντοπωλῶ ( έω) (Α) [ἀλλαντοπώλης] πουλώ αλλαντικά, είμαι αλλαντοπώλης … Dictionary of Greek